Υδρογραφία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η υδρογραφία είναι ο κλάδος των εφαρμοσμένων επιστημών που ασχολείται με τη μέτρηση και την περιγραφή των φυσικών χαρακτηριστικών των ωκεανών, των θαλασσών, των παράκτιων περιοχών, των λιμνών και των ποταμών, καθώς και με την πρόβλεψη της αλλαγής τους με την πάροδο του χρόνου, με πρωταρχικό σκοπό την ασφάλεια της πλοήγησης (ακτοπλοΐα, ναυσιπλοΐα) και για την υποστήριξη όλων των άλλων θαλάσσιων δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ανάπτυξης, της ασφάλειας και της άμυνας, της επιστημονικής έρευνας και της προστασίας του περιβάλλοντος.[1]

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεγάλης κλίμακας υδρογραφία πραγματοποιείται συνήθως από εθνικούς ή διεθνείς οργανισμούς οι οποίοι υποστηρίζουν τη συλλογή δεδομένων μέσω ερευνητικών προγραμμάτων και δημοσιεύουν διαγράμματα και περιγραφικό υλικό για σκοπούς πλοήγησης. Η επιστήμη της ωκεανογραφίας είναι, εν μέρει, μια εξέλιξη της κλασικής υδρογραφίας. Από πολλές απόψεις τα δεδομένα είναι μεταβαλλόμενα, αλλά τα θαλάσσια υδρογραφικά δεδομένα επικεντρώνονται στη θαλάσσια πλοήγηση και την ασφάλεια της πλοήγησης. Η εξερεύνηση και εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων είναι μια σημαντική εφαρμογή της υδρογραφίας, που επικεντρώνεται κυρίως στην αναζήτηση υδρογονανθράκων.

Οι υδρογραφικές μετρήσεις περιλαμβάνουν τις παλιρροιακές, κυματικές πληροφορίες και τις πληροφορίες για τα θαλάσσια ρεύματα, μέσω της φυσικής ωκεανογραφίας. Περιλαμβάνουν μετρήσεις στον θαλάσσιο πυθμένα, με ιδιαίτερη έμφαση σε εκείνα τα θαλάσσια γεωγραφικά χαρακτηριστικά που ενέχουν κίνδυνο για τη πλοήγηση, όπως βράχια, υποθαλάσσιες εξάρσεις του πυθμένα, ύφαλους και άλλα χαρακτηριστικά που εμποδίζουν τη διέλευση πλοίων. Οι μετρήσεις θαλασσίου πυθμένα περιλαμβάνουν επίσης τη συλλογή δεδομένων για την εξακρίβωση της επιφανειακής δομής του θαλασσίου πυθμένα, καθώς αυτή σχετίζεται με την αποτελεσματική αγκύρωση των πλοίων. Σε αντίθεση με την ωκεανογραφία, η υδρογραφία περιλαμβάνει εκείνα τα χαρακτηριστικά των ακτών, φυσικά και ανθρώπινα, τα οποία βοηθούν στη πλοήγηση. Επομένως, μια υδρογραφική έρευνα μπορεί να περιλαμβάνει τις ακριβείς θέσεις και αναπαραστάσεις υποθαλασσίων υβωμάτων, υποθαλασσίων βουνών, ακόμη και φώτων και πύργων που θα βοηθήσουν στον καθορισμό της θέσης του πλοίου, καθώς και τη χαρτογράφηση της θάλασσας και του θαλάσσιου πυθμένα.

Η υδρογραφία, κυρίως για λόγους ασφαλείας, υιοθέτησε μια σειρά συμβάσεων που έχουν επηρεάσει την απεικόνιση των δεδομένων σε ναυτικούς χάρτες. Για παράδειγμα, οι υδρογραφικοί χάρτες έχουν σχεδιαστεί για να απεικονίζουν τις ασφαλείς διελεύσεις για πλοήγηση, και ως εκ τούτου συνήθως τείνουν να διατηρούν τα ελάχιστα βάθη και περιστασιακά να υπογραμμίζουν τη πραγματική υποθαλάσσια τοπογραφία η οποία απεικονίζεται σε βαθυμετρικούς χάρτες. Οι πρώτοι ναυτικοί χάρτες ήταν τα εργαλεία του ναυτικού για την αποφυγή ατυχημάτων. Οι πιο πρόσφατοι χάρτες αποτελούν υψηλής ανάλυσης αναπαραστάσεις του πραγματικού θαλάσσιου πυθμένα, όπως σε έναν τοπογραφικό χάρτη, για επιστημονικούς και άλλους σκοπούς. Οι τελευταίες τάσεις στις υδρογραφικές πρακτικές από τη περίοδο 2003–2005 και μετά οδήγησαν σε περιορισμό των διαφορών στους υποθαλάσσιους χάρτες και στις αποτυπώσεις του θαλάσσιου πυθμένα, με όλα και περισσότερα γραφεία υδρογραφίας να διατηρούν βάσεις δεδομένων «παρατηρήσεων ακριβείας» και στη συνέχεια να δημιουργούν «ασφαλή» προϊόντα πλοήγησης, όπως απαιτείται. Αυτή η μέθοδος έχει συνδυαστεί με μια προτίμηση για έρευνες και συλλογή δεδομένων πολλαπλών χρήσεων, έτσι ώστε τα ίδια δεδομένα που συλλέγονται για σκοπούς ναυτικής χαρτογράφησης να μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και για βαθυμετρική απεικόνιση.

Παρόλο που, σε αρκετά μέρη, τα δεδομένα υδρογραφικής έρευνας μπορούν να συλλεχθούν με επαρκή λεπτομέρεια για την απεικόνιση της τοπογραφίας θαλασσίου πυθμένα, σε ορισμένες περιοχές οι υδρογραφικοί χάρτες δείχνουν μόνο πληροφορίες βάθους σχετικές με την ασφαλή πλοήγηση και δεν πρέπει να θεωρούνται ως προϊόν που απεικονίζει με ακρίβεια την πραγματική αποτύπωση του θαλασσίου πυθμένα. Τα ηχητικά κύματα που επιλέγονται από τα πρωτογενή δεδομένα βάθους για εισαγωγή στο ναυτικό χάρτη επιλέγονται για ασφαλή πλοήγηση και είναι ρυθμισμένα ώστε να δείχνουν κυρίως τα ρηχά βάθη που σχετίζονται με την ασφαλή πλοήγηση. Για παράδειγμα, εάν υπάρχει μια βαθιά περιοχή που δεν μπορεί να προσεγγιστεί επειδή περιβάλλεται από ρηχά νερά, η βαθιά περιοχή ενδέχεται να μην εμφανίζεται. Οι γεμάτες με χρώμα περιοχές που δείχνουν διαφορετικές περιοχές ρηχών υδάτων δεν είναι το ισοδύναμο των περιγραμμάτων σε έναν τοπογραφικό χάρτη, δεδομένου ότι συχνά σχεδιάζονται μπροστά από το πραγματικό μικρότερο βάθος που απεικονίζεται. Ένας βαθυμετρικός χάρτης δείχνει με ακρίβεια την θαλάσσια τοπολογία. Ακόμα μια παράμετρος η οποία επηρεάζει την ασφαλή πλοήγηση είναι το πόσο αραιά είναι τα δεδομένα βάθους από συστήματα σόναρ υψηλής ανάλυσης. Σε πιο απομακρυσμένες περιοχές (κυρίως κατά τις προηγούμες δεκαετίες στις οποίες δεν υπήρχαν συστήματα διασκόπησης και προσδιορισμού θέσης), οι μόνες διαθέσιμες πληροφορίες βάθους έχουν συλλεχθεί χειροκίνητα. Με τη χειροκίνητη αυτή μέθοδο, ο χειριστής έριχνε ένα διαβαθμισμένο σχοινί προς τον βυθό και ανά διαστήματα κατέγραφε το βάθος, συχνά από μια βάρκα ή από ιστιοφόρο. Έτσι δεν υπάρχουν δεδομένα μεταξύ αυτών των μετρήσεων που να εγγυώνται ότι δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος όπως ένα ναυάγιο ή ένας κοραλλιογενής ύφαλος. Επιπλέον, η πλοήγηση του σκάφους συλλογής δεδομένων δεν έχει την ίδια ακρίβεια θέσης με τις σημερινές πλοηγήσεις ακριβείας μέσω συστήματος προσδιορισμού θέσης (GPS). Ο υδρογραφικός χάρτης θα χρησιμοποιήσει τα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα και θα προειδοποιήσει τη φύση του σε μια σημείωση προσοχής ή στον θρύλο του γραφήματος. Ο υδρογραφικός χάρτης θα χρησιμοποιήσει τα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα και θα προειδοποιήσει με μια ένδειξη προσοχής ή στο υπόμνημα του χάρτη.

Σκοπός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριος σκοπός της υδρογραφίας είναι η παροχή ασφαλών βοηθημάτων επιστημονικά αλλά και πρακτικά διατυπωμένων όχι μόνο για την ασφαλή ναυσιπλοΐα, που είναι και ο κυρίαρχος στόχος, όσο επίσης και για την κατασκευή πάσης φύσεως παρακτίων εγκαταστάσεων, εκμετάλλευσης ενάλιου και υποθαλάσσιου πλούτου, καθώς ακόμα και της προστασίας του εν λόγω περιβάλλοντος.

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την υδρογραφία ασκούν οι υδρογράφοι που στελεχώνουν ειδικές υπηρεσίες που καλούνται υδρογραφικές υπηρεσίες. Οι όροι Υδρογραφία - υδρογράφος είναι κατ΄ αναλογία αντίστοιχοι με τους όρους Γεωγραφία και γεωγράφος που χρονολογούνται ως εξειδικευμένοι από τα μέσα του 16ου αιώνα. Το έργο των παραπάνω θα μπορούσε να συνοψιστεί στα ακόλουθα:

  1. Στην αποτύπωση, σύνταξη, χάραξη και έκδοση ναυτικών χαρτών (υδρογραφικών χαρτών) που αφορούν διάπλους θαλασσών, και προσγειώσεις (ακτοπλοΐα) σε οποιαδήποτε παραλία ή διώρυγα ή όρμο ή λιμενική εγκατάσταση κ.λπ.
  2. Στη σύνταξη και έκδοση ναυτιλιακών οδηγιών που αποτελούν συμπληρωματικές συμβουλές προς τους ναυτιλλομένους.
  3. Στη σύνταξη και έκδοση συγγραμμάτων που παρέχουν σημαντικές πληροφορίες - ειδήσεις επί των διευκολύνσεων των διαφόρων λιμενικών εγκαταστάσεων και ειδικότερων παροχών υπηρεσιών, π.χ.Λιμενοδείκτες και
  4. Στη σύνταξη και έκδοση διορθώσεων - ενημερώσεων εφ΄ όλων των παραπάνω.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επισημαίνεται ότι η Υδρογραφία ασχολείται με τη μορφολογία των βυθών και των ακτών και όχι με την ποιότητα η τη σύσταση των υπερκείμενων υδάτων.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Communicatie, FIZZ Marketing &. «Importance of Hydrography». iho.int (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2020. 

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.ΚΓ΄, σελ.605
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.58ος, σελ.372.